- ἀπόκοιτος
- ἀπόκοιτοςsleeping away frommasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απόκοιτος — ἀπόκοιτος, ον (Α) 1. αυτός που δεν κοιμάται πλέον στο σπίτι του 2. όποιος έχει απομακρυνθεί ή αποξενωθεί από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + κοιτος < κοίτος «κλίνη, κρεβάτι» (πρβλ. κατάκοιτος, οψίκοιτος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
ἀπόκοιτον — ἀπόκοιτος sleeping away from masc/fem acc sg ἀπόκοιτος sleeping away from neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκοίτους — ἀπόκοιτος sleeping away from masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόκοιτοι — ἀπόκοιτος sleeping away from masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)